- εποπτικός
- -ή, -ό (Α ἐποπτικός, -ή, -όν) [επόπτης]νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» — ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολείαβ. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας»)αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επόπτη, τον ανώτατο βαθμούχο τών ελευσίνιων μυστηρίων2. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἐποπτικάοι τελευταίες μυήσεις στα ελευσίνια μυστήρια3. μυστικός («τῶν ἀπορρήτων καὶ βαρυτέρων διδασκαλιῶν, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροαματικὰς καὶ ἐποπτικὰς προσαγορεύοντες, οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.